Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2006

ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ

Πες μου λοιπόν τι εφορούσες
Όταν σε είδα στο σκοτάδι,
Ήσουν θεριό ή τσαρλατάνος
Ή μήπως τίποτα απ΄ τα δύο?

Μα τι είναι αυτό που θες να μάθεις,
Τάχα η μάσκα σε ενδιαφέρει
Ή άλλο είν το ερωτημά σου
Και με ρωτάς το τι φορούσα?

Σε ερωτώ γιατί δεν ξέρω
Αν είναι αλήθεια ή και ψέμα,
Μάσκα αν φοράς και προσποιείσαι
Έναν αλλιώτικο εαυτό σου.

Ήμουν ντυμένος αρλεκίνος
Στολή λευκή με μαύρα τούλια,
Ένα καπέλο στο κεφάλι
Και βάψιμο στο πρόσωπό μου.

Είχα ένα δάκρυ κολλημένο
Πάνω μου στου ματιού την άκρη
Και ένα χαμόγελο βαμμένο
Κόκκινο σαν της φωτιάς το χρώμα.

Ήσουνα τότε ο εαυτός σου
ή μήπως κείνος ο αρλεκίνος
Που όσο πλατιά χαμογελούσε,
Τόσο βαθιά μελαγχολούσε?

Ήμουν σαν να βλεπα εμένα
Χωρίς το γνώριμο εαυτό μου
Μόνος εγώ μέσα στο πλήθος
Με μια στολή να με ορίζει…

Ήμουν τι ήμουν, δεν το ξέρω
Ένιωθα στη καρδιά μου λύπη
Που ένα ωραίο παραμύθι
Κάποτε έφτασε στο τέλος!

Μάσκα αν θέλεις για να ζήσεις
Τότε δεν τα χεις καταφέρει
Να βγεις γυμνός μες τα θηρία
Και κείνα ούτε να τα νοιάζει!

Άφησε πίσω τη στολή σου
Καθάρισε το πρόσωπό σου,
Τώρα οι Αποκριές τελειώνουν
Και η ζωή σου σε προσμένει!

© Μαριαλένα, 27/02/2006 (όταν οι μάσκες δεν αφορούν μόνο στις Απόκριες…)

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2006

Η Θυσία της Ιφιγένειας

- Γιατί πατέρα μου καλέ,
γιατί αυτήν την ώρα
με διάλεξες να έρθω εδώ,
μπροστά σ’ αυτά τα πλοία?

- Καλή μου Ιφιγένεια,
κόρη μου λατρεμένη,
ο Δίας μου το μήνυσε
το μήνυμα ετούτο,
για να αρχίσει λέει καλά
η εκστρατεία στην Τροία.

- Πατέρα μου συγχώρα με,
μα μες τους αντρειωμένους,
τι θέλω εγώ και βρίσκομαι,
μικρό κορίτσι πράμα?

- Παιδί μου ανυποψίαστο,
παιδί εσύ αθώο,
πατέρας σου κι αν ήμουνα,
πατέρας σου δε θα μαι…

- Γιατί πατέρα μου καλέ
πες μου τι σε βαραίνει?
Συμβαίνει τίποτα κακό,
Κάτι ν’ ανησυχήσω?

- Κόρη εσύ μονάκριβη,
απ’ όλες διαλεγμένη,
ο Χάρος σε εκάλεσε
να πας στον άλλο κόσμο.
Συγχώρα με παιδάκι μου,
Μα πρέπει να πεθάνεις!

- Πατέρα μου τι έκανα.
Ν’ αξίζω τέτοια τύχη?
Μόλις εχθές γεννήθηκα
Και τώρα εδώ θα σβήσω?
Αν είναι θέλημα Θεού
Έτσι λοιπόν ας γίνει!

- Σώπασε κόρη άμοιρη,
σώπα και δεν αντέχω,
να βλέπω τα ματάκια σου
να κλαιν απελπισμένα.
Η μοίρα σου το έγραψε,
κι εγώ αυτό θα πράξω.
Ξάπλωσε πάνω στο βωμό,
Σε λίγο θα κοιμάσαι!

- Αντίο κόσμε άδικε,
αντίο γονείς κι αδέλφια,
η ώρα τώρα έφτασε
να φύγω απ’ τη ζωή.
Στο έρεβος θα κατοικώ,
Ψυχή με δίχως σώμα,
Ανάθεμα το αίμα μου
Στα τόσα άλλων αθώων.
Κράτα πατέρα μου γερά
Και κάνε τη θυσία!

© Μαριαλένα, 22/02/2006 (εμπνευσμένη από την Ομήρου ιστορία και έπεται συνέχεια)

Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2006

ΤΡΩΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Στη λογική του παραλόγου μου βαδίζω
Σάρκες & αίματα ξωπίσω μου ριγμένα
Μα ποια νομίζω θα ναι η τύχη μου στα ξένα,
Τα μονοπάτια τα τυφλά που περπατάω?

Αρχαία μνήματα αφήνω να στοιχειώνουνε
Την ηθική των αδυνάτων να προδίδουν
Ψυχές και σώματα να βλέπω να ανταμώνουνε
Σε μέρη ψεύτικα μες του μυαλού τα κύματα.

Κομμάτι που φυγε για να χαθεί στο άπειρο
Έτσι λοιπόν θα ανταμώσω τη ζωή μου
Εκεί που ο Θάνατος κάνει παζάρι άχαρο
Και θα πονάς που σε παρέσυρα μαζί μου.

Άδεια ψυχή, άδεια ζωή τι περιμένετε
Απ’ ένα κούφιο λάφυρο,
Οι στρατηλάτες έχουν φύγει προ πολλού
Και γω εμμένω να μην βλέπω την κατάντια μου.

© Marialena, 19/02/2006
(αν μπορούσα να εκφράσω με λόγια, τι νιώθω τον καιρό των αλλαγών…)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2006

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΡΥΑΔΩΝ

Είδα σαν όραμα τις μυθικές Δρυάδες
να χορεύουν στο σεληνόφως
πατώντας ανάλαφρα στο φρέσκο χιόνι

Κοίταξα γύρω μου κι ήταν οι λευκές, ολόλευκες νιφάδες
που στροβιλίζονταν αέναα
καθώς χρωμάτιζαν τον ουρανό στο διάβα τους
και χάνονταν ξανά

Τοπίο ντυμένο στα χρώματα της νύχτας
γαλήνιος τόπος με λευκή φορεσιά
και τις Δρυάδες να χορεύουν στο σεληνόφως!

Νύμφες εσείς των Δασών, πλάσματα αιθέρια
πάρτε με μαζί σας
να γίνω φωτιά, αέρας ή νερό
κι απ' τη Γη να πετάξω ελεύθερη για πάντα,
σαν τις νιφάδες, σαν τις Δρυάδες!

(c) Marialena, 11/02/2006, (ένα βράδυ στο Δασικό Χωριό "Δρυάδες")

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2006

ΣΥΓΧΩΡΑ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ!

Με ποια καρδιά, με ποια ψυχή θ’ αναζητήσω απ΄ την αρχή
Εκείνη την παραδοχή πως στην αγάπη χάσαμε?
Χτυπάω πόρτες στα τυφλά, γράφω μηνύματα τρελά
Μα τίποτα δεν άλλαξε.

Είσαι αλλού, πολύ μακριά για τώρα και παντοτινά,
Πως σ’ άφησα σπουργίτι μου,
Να φύγεις από μια αγκαλιά που σε κρατούσε τρυφερά
Και ύστερα σ’ αρνήθηκε?

Ήθελες μια καινούργια αρχή και εγώ φοβήθηκα πολύ
Ότι θα πόναγα ξανά σαν λίγο πριν, λίγο μετά,
Έφυγες τότε από μπρος και χάθηκε όλο μου το φως
Κι ας δάκρυζα στη σκέψη σου, ανάσα εσύ και ελπίδα μου.

Λεν η ζωή πως προχωρά, αφήνει πίσω τα παλιά
Μα έλα όμως που εγώ, όσο το σκέφτομαι θρηνώ
Και ήθελα μόνο μια φορά να σε ξανάνιωθα σιμά
Για να σου πω πως στη καρδιά, μίσος και πόνος δεν χωρά.

Βρήκες αλλού παρηγοριά απ’ τη δική μου απονιά
Και τώρα που σε έχασα κατάλαβα καλά,
Πως έστω κι αν ήτανε γραφτό να μην τα βρούμε εμείς οι δυο
Αν η καρδιά δεν συγχωρά, μένει μονάχη τελικά.

© Marialena, 02/02/2006