Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

Μη μου τους κύκλους τάραττε!

Image Hosted by ImageShack.us
image by www.electoshot.com

Μη μου τους κύκλους τάραττε, σου λέω,
στα όρια της απόλυτης μη ύπαρξης ευρίσκομαι
και τούτο γιατί ουδέν θε να ανατρέψει τις βολές μου.

Τι και αν ο κόσμος αδιάκοπα γυρίζει,
οι εποχές θα εναλλάσονται ως έχουν στην υδρόγειο ,
εγώ διαλέγω να ευρίσκομαι σε λήθαργο, αυτονόητο και αυτάρεσκο.

Αν θα μπορούσα να αφήσω κατά μέρους το σκοτάδι μου,
τότε θα έβλεπα ξανά με άλλα μάτια,
μα αν ποτέ θελήσω να αφεθώ, τότε οι κύκλοι θα διαρραγούν συνάμα.

Μη μου τους κύκλους τάραττε, σου λέω,
όχι για κάποιον άλλο λόγο μην το πράξεις αλλά,
γιατί χωρίς τους κύκλους μου δεν ξέρω αν υπάρχω.

(c) Marialena, 27/10/2006 (μια αλληγορία για του μυαλού τα μυθεύματα)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

Κι έπειτα

Απάνεμα λιμάνια, φουρτουνιασμένες θάλασσες,
αέρηδες που κύματα σηκώνουνε ψηλά
κι έπειτα, έρχεται η νηνεμία.

Στροβιλισμός του αέρα στην άμμο της ερήμου,
χάνεις το προορισμό σου άξαφνα
κι έπειτα, μια νέα πορεία χαράζεις.

Σκοτάδι καταμεσής της μέρας,
έκλειψη ολική του ηλίου, πανικός
κι έπειτα, το φως πάλι επιστρέφει.

Και στέκεσαι εκεί θεατής μιας αόρατης παράστασης,
στο θέατρο του παραλόγου του νου σου
κι έπειτα, αδειάζει το σύμπαν με μιας.

Και αναρωτιέσαι τι να ναι αυτό που τη ζωή σου γεμίζει,
με όμορφα ψέμματα και πικρές αλήθειες
κι έπειτα, τι είναι αυτό που στο τέλος μετράει.

(c) Marialena, 25/10/2006

Παρασκευή, Οκτωβρίου 20, 2006

Μικρό πουλί τ' αηδόνι

Image Hosted by ImageShack.us

Σ' ένα κλαρί, ένα πουλί μονάχο κελαηδάει,
είναι πρωϊ, πολύ πρωϊ, και κείνο ξαγρυπνάει.

Σ' ένα κλαρί, μικρό πουλί, κάθεται όλη μέρα,
είναι το αηδόνι που φωνή γεμίζει τον αέρα.

Για ποιόν λαλείς αηδόνι μου, ολημερίς στον κάμπο,
πες μου το σε παρακαλώ, γιατί θε να το μάθω.

Αγάπησα με μια ματιά του βασιλιά την κόρη
κι εκείνη σαν με άκουσε έγινε ξεροβόρι.

Και γω από τότε τραγουδώ τον πόνο της καρδιάς μου,
γυρεύοντας τηνε παντού, όπου θωρεί η ματιά μου.

(c) Marialena, 20/10/2006 (εμπνευσμένη από τη λαϊκή μας παράδοση)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Επαφίεμαι

Στα χέρια σου επαφίεμαι Θεέ και Κύριε των Δυνάμεων
σα εκ των σων σου είμαι, πνοή απ' την πνοή Σου.

Με έφερες στον κόσμο τούτο ως όν έλλογο και σ' έχασα,
αναζητώντας να ξεφύγω από από της φύσης μου τα όρια.

Και βολοδέρνω έκτοτε σε τόπους ανίερους, σκοτεινούς και αφιλόξενους,
ψάχνοντας να βρω αυτό που τάχα θα με κάνει ευτυχισμένη.

Και Συ Κύριε της ευσπλαχνίας, μ' αφήνεις να τριγυρνώ
έτσι μονάχη, να υποφέρω μες τις σκέψεις μου, γιατί Εσύ ξέρεις!

Στέκεις εκεί, φάρος ακλόνητος της ύπαρξης του Κόσμου
και περιμένεις να στρέψω τη ματιά μου προς Εσέ και να σ' αντικρύσω.

Και τότε ο Φάρος του φωτός θα λάμψει εμπρός μου, ολόφωτος,
με φως γλυκύτερο της ίδιας της ζωής και τότε θα ξέρω ό,τι ξέρεις και Εσύ, Κύριε!

(c) Μαριαλένα, 11/10/2006

Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Νυχτερινή Οπτασία

photo by Webshots.com

Πανέμορφη Θεά, νύμφη εσύ του Απροσδιορίστου,
φανερώσου.
Βγάλε από πάνω σου το προπέτασμα της Νύχτας,
στρέψου στη Σελήνη και αποκαλύψου!

Το πως θα φαίνεσαι στα μάτια των απαίδευτων,
ίσως και να μην σ' αφορά, μην σε τρομάζει.
Φέρε εσύ κάτι απ' την ουράνια σου αύρα
και αυτή θα φέγγει σαν το διάβα σου θα πάρεις.

Αν θες να μείνεις Οπτασία, μην αλλάξεις,
μονάχα πέρασε μες τη νυχτιά απ' το δάσος.
Όλα τα πλάσματα θα στέκουνε σε αγρύπνια,
σαν τη μορφή σου θα αναμένουν να αντικρύσουν.

(c) Marialena, 06/10/2006 (καθώς η νύχτα σίμωσε ξανά...)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Και πάλι

Σφίγγω τα δόντια και πάλι,
πόρτα που διάβηκες και έκλεισε πίσω,
ανείπωτες λέξεις, μικρά μυστικά,
όλη η ζωή σε ένα στίχο.

Κοιτάζω απλανής το κενό μου
κάτι μου λέει να το αφήσω,
κοιμήσου εσύ φθονερό μου,
εγώ έχω τη ζωή μου να ζήσω!

Σφίγγω τα δόντια και πάλι,
μικρά μυστικά, μεγάλες αλήθειες,
της πόρτας μου κρούουν το ρόπτρο,
άραγε που είναι ο Κανένας να ανοίξει?

Image Hosted by ImageShack.us
photo by Dan Heller.com

(c) Marialena, 02/10/2006

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Εξομολογήσεις

Πάνω που η πόλη κοιμήθηκε,
πάνω που το πέπλο της μοναξιάς σου σε καλεί
να σε σκεπάσει και πάλι,
δραπετεύεις με ένα άλμα προς το άγνωστο.

Φώτα πορείας ανάβεις, προβολείς,
ψάχνοντας να απαγγιάσεις στο πουθενά
και να ησυχάσει η ψυχή σου,
εις μάτην.

Ανθρώπινη φιγούρα διακρίνεις στο βάθος,
σκυμμένη με το κεφάλι προς τα κάτω.
Τολμάς να πλησιάσεις πιο κοντά
δίχως να κάνεις τη βόλτα του Θανάτου.

Θέλεις να ανοίξεις τη καρδιά σου και το κάνεις
χωρίς προσποίηση, χωρίς κουβέντες άδειες,
μιλάς σε ξένο, σε ψυχή που δεν γνωρίζεις
μα κατά βάθος όλα φαίνονται σωστά εδώ και τώρα.

Σ'ευχαριστώ του λες απλά και ταπεινά
καθώς τα βάθη της καρδιάς ανακουφίζεις,
σ'ευχαριστώ που βρέθηκες σιμά
όταν σε είχα την πιότερη ανάγκη.

Και κείνος άξαφνα χαμογελά, σε κοιτά
και λέει μοναχά δύο κουβέντες.
Ήταν γραφτό να έλθεις να με βρεις
και γω να μοιραστώ τα βάσανά σου.

Ανάβεις πάλι των ματιών τους προβολείς,
φεύγεις, στη μοναξιά σου επιστρέφεις,
μα ξέρεις πως αυτό ήθελες να γίνει
μια νύχτα σκοτεινά απελπισμένη.

(c) Μαριαλένα, 29/09/2006 (αφιερωμένο σε όσους μέσα από τις λέξεις, βλέπουν τον άνθρωπο)