Εκεί στο ξέφωτο, βαθιά μέσα στο δάσος
σε συνάντησα.
Νοτισμένη απ' τη βροχή που μ' ακολούθησε,
πριν να σε ανταμώσω.
Ήσουν εκεί και με περίμενες να έλθω,
ανάβοντας το τζάκι στη καλύβα.
Άνοιξα τη πόρτα, με υποδέχτηκες
και έβγαλα τα ρούχα να στεγνώσουν.
Οι φλόγες έκαιγαν σιγά μέσα στο τζάκι
και μεις καθόμασταν μπροστά να ζεσταθούμε.
Το χέρι σου άπλωσες εις το υγρό κορμί μου
και με συντάραξε το άγγιγμά σου.
Ξάπλωσα πάνω στο ανοιχτό πουκάμισό σου
χαϊδεύοντας το χνούδι στη κοιλιά σου.
Σε φίλησα κάτω από τον αφαλό
και έκανα να σε χαϊδέψω κι άλλο...
Εκεί καθήσαμε για ώρες που περνούσαν
μέσα στο χάδι, το φιλί και την κουβέντα.
Κοίτα, στέγνωσε πάνω μου η παλιά κουβέρτα
και τώρα θα την βγάλω για να βγω έξω.
Ολόγυμνη, τρυφερή λευκή μου σάρκα,
προβάλλεις κάτασπρη μέσα στο μαύρο δάσος.
Ξωπίσω μου έτρεξες κι εσύ με δίχως ρούχα,
για να με πιάσεις καθώς οι σταγόνες μ' έβρεχαν.
Στο ξέφωτο με πήρες αγκαλιά και
έρωτα μου έκανες αλάργα,
δύο σώματα γυμνά, δύο κορμιά,
που απ τη βροχή εφάνταζαν αγάλματα.
(c) Μαριαλένα, 01/06/2006, (εμπνευσμένη από τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ, του D.H. Lawrence)